-
1 συνιζανω
1) оседать(ἀναφυσᾶσθαι καὴ σ. Arst.)
2) сгущаться, уплотняться, застывать(ἐν πυρί Plut.)
3) сплавляться Plut.4) утихать5) сжимать, стягивать(τὰς φύσας Arst.)
1 συνιζανω
(ἀναφυσᾶσθαι καὴ σ. Arst.)
(ἐν πυρί Plut.)
(τὰς φύσας Arst.)